Κάλχαντος

Κάλχαντος
Κάλχας
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • КАЛХАНТ — (Κάλχας, род. п.Κάλχαντος), в греческой мифологии жрец из Микен, сын Феонои (Hyg. Fab. 190) и внук Аполлона, от которого получил дар прорицания (Hom. Il. I 69 74). К. участник похода ахейцев под Трою; ещё в пути, в Авлиде, он истолковал знамение… …   Энциклопедия мифологии

  • Κομοτηνής, δήμος — Δήμος (52.659 κάτ.) του νομού Ροδόπης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και από τις πρώην κοινότητες Θρυλορίου, Κάλχαντος, Καρυδιάς και Πανδρόσου, οι οποίες καταργήθηκαν, καθώς και από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”